ὀμφακίτης

ὀμφακίτης
ὀμφᾰκ-ίτης [pron. full] [ῑ] (sc. οἶνος), ,
A = ὀμφακίας, Dsc.5.6 ; epith. of Dionysus, Ael.VH3.41 ; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207 :—fem. [suff] ὀμφᾰκ-ῖτις, ιδος, as Adj., unripe,

ἐλαίη Hp.Mul.2.195

: as Subst., Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφακίτης — ὀμφακί̱της , ὀμφακίτης unripe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφακίτην — ὀμφακί̱την , ὀμφακίτης unripe masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίτου — ὀμφακί̱του , ὀμφακίτης unripe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”